διαμεσολάβηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de διαμεσολάβω, diamesolávo, avec le suffixe -ση, -si, voir μεσολάβηση (« médiation »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  διαμεσολάβηση οι  διαμεσολαβήσεις
Génitif της  διαμεσολάβησης
διαμεσολαβήσεως
των  διαμεσολαβήσεων
Accusatif τη(ν)  διαμεσολάβηση τις  διαμεσολαβήσεις
Vocatif διαμεσολάβηση διαμεσολαβήσεις

διαμεσολάβηση, diamesolávisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Intermédiation.