δικτάτορας
Grec modifier
Étymologie modifier
- Emprunté au latin dictator.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | δικτάτορας | οι | δικτάτορες |
Génitif | του | δικτάτορα | των | δικτατόρων |
Accusatif | τον | δικτάτορα | τους | δικτάτορες |
Vocatif | δικτάτορα | δικτάτορες |
δικτάτορας (dhiktátoras) \ði.ˈkta.tɔ.ɾas\ masculin