δουλικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de δουλικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δουλικότητα οι  δουλικότητες
Génitif της  δουλικότητας των  δουλικοτήτων
Accusatif τη(ν)  δουλικότητα τις  δουλικότητες
Vocatif δουλικότητα δουλικότητες

δουλικότητα (dhulikótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Servilité.