δόλος
Étymologie
modifierNom commun
modifierδόλος, dólos *\Prononciation ?\ masculin
Dérivés
modifier- δολερός (rusé, fourbe)
- δολιόφρων
- δολιόμητις
- δολιόμυθος
- δολιόπους
- δόλιος
- Δόλιος
- δολιόω (ruser)
- δολίζω
- δολόεις (subtile)
- δολοφονέω
- δολοφόνησις
- δολόφονος
- δολοφραδής
- δολοφρονέων
- δολοφροσύνη
- δολόφρων
- δολοκτασία
- δολομήτης
- δολόμυθος
- δολοπλοκία
- δολοπλόκος
- δολοποιός
- δολορραφία
- δολόω (attraper)
- δόλωμα (triche)
- δολῶπις
- δόλωσις
Références
modifier- « δόλος », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage
- Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage