Étymologie

modifier
Du grec ancien ἐκδότης, ekdotês, dérivé de ἐκδίδωμι, ekdidômi.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  εκδότης οι  εκδότες
Génitif του  εκδότη των  εκδοτών
Accusatif τον  εκδότη τους  εκδότες
Vocatif εκδότη εκδότες

εκδότης, ekdótis \Prononciation ?\ masculin

  1. Éditeur.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εκδότης)