Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de εργάτης, avec le suffixe -τρια.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εργάτρια οι  εργάτριες
Génitif της  εργάτριας των  εργατριών
Accusatif τη(ν)  εργάτρια τις  εργάτριες
Vocatif εργάτρια εργάτριες

εργάτρια (ergátria) \ɛɾ.ˈɣa.tɾi.a\ féminin

  1. Travailleuse, ouvrière.