ζιγγίβερις

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Du sanskrit शृङ्गवेर, śṛṅgavera.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ζιγγίβερις αἱ ζιγγιβέρεις τὼ ζιγγιβέρει
Vocatif ζιγγίβερι ζιγγιβέρεις ζιγγιβέρει
Accusatif τὴν ζιγγίβεριν τὰς ζιγγιβέρεις τὼ ζιγγιβέρει
Génitif τῆς ζιγγιβέρεως τῶν ζιγγιβέρεων τοῖν ζιγγιβερέοιν
Datif τῇ ζιγγιβέρει ταῖς ζιγγιβέρεσι(ν) τοῖν ζιγγιβερέοιν

ζιγγίβερις, ziggíberis *\zdiŋ.ˈɡi.be.ris\ féminin (Ancienne écriture : ζιγγίϐεϱις)

  1. Gingembre.

Références modifier