ηλεκτρόλυση

Grec modifier

Étymologie modifier

De l’anglais electrolysis ; → voir ηλεκτρισμός et λύση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ηλεκτρόλυση οι  ηλεκτρολύσεις
Génitif της  ηλεκτρόλυσης
ηλεκτρολύσεως
των  ηλεκτρολύσεων
Accusatif τη(ν)  ηλεκτρόλυση τις  ηλεκτρολύσεις
Vocatif ηλεκτρόλυση ηλεκτρολύσεις

ηλεκτρόλυση (ilektrólisi) \i.lɛ.ˈktɾɔ.li.si\ féminin

  1. Électrolyse.