θανατοποινίτης

Étymologie

modifier
Composé de θάνατος (« mort »), ποινή (« peine ») et le suffixe -της.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  θανατοποινίτης οι  θανατοποινίτες
Génitif του  θανατοποινίτη των  θανατοποινιτών
Accusatif τον  θανατοποινίτη τους  θανατοποινίτες
Vocatif θανατοποινίτη θανατοποινίτες

θανατοποινίτης (thanatopinítis) \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : θανατοποινίτισσα)

  1. Condamné à mort.

Références

modifier