θανατοποινίτης
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | θανατοποινίτης | οι | θανατοποινίτες |
Génitif | του | θανατοποινίτη | των | θανατοποινιτών |
Accusatif | τον | θανατοποινίτη | τους | θανατοποινίτες |
Vocatif | θανατοποινίτη | θανατοποινίτες |
θανατοποινίτης (thanatopinítis) \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : θανατοποινίτισσα)
- Condamné à mort.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θανατοποινίτης)