ιδιόλεκτος
Grec modifier
Étymologie modifier
- De l’anglais idiolect.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel |
---|---|---|
Nominatif | η ιδιόλεκτος | οι ιδιόλεκτοι (ιδιόλεκτες) |
Génitif | της ιδιολέκτου | των ιδιολέκτων |
Accusatif | τη(ν) ιδιόλεκτο | τις ιδιολέκτους (ιδιόλεκτες) |
Vocatif | (ιδιόλεκτο) | (ιδιόλεκτοι) |
ιδιόλεκτος, idiólektos \i.ði.ˈɔ.lɛ.ktɔs\ féminin
- (Linguistique) Idiolecte.