ιδιόλεκτος

Grec modifier

Étymologie modifier

De l’anglais idiolect.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η ιδιόλεκτος οι ιδιόλεκτοι (ιδιόλεκτες)
Génitif της ιδιολέκτου των ιδιολέκτων
Accusatif τη(ν) ιδιόλεκτο τις ιδιολέκτους (ιδιόλεκτες)
Vocatif (ιδιόλεκτο) (ιδιόλεκτοι)

ιδιόλεκτος, idiólektos \i.ði.ˈɔ.lɛ.ktɔs\ féminin

  1. (Linguistique) Idiolecte.