Grec modifier

Étymologie modifier

Mot  composé de ιστίο, istío (« voile ») et de φέρω, féro (« porter »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ιστιοφόρο τα  ιστιοφόρα
Génitif του  ιστιοφόρου των  ιστιοφόρων
Accusatif το  ιστιοφόρο τα  ιστιοφόρα
Vocatif ιστιοφόρο ιστιοφόρα

ιστιοφόρο, istiofóro \i.sti.ɔ.ˈfɔ.ɾɔ\ neutre

  1. (Navigation) Voilier.