Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἰσότης, isotês (« égalité ») → voir ίσος et -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ισότητα οι  ισότητες
Génitif της  ισότητας των  ισοτήτων
Accusatif τη(ν)  ισότητα τις  ισότητες
Vocatif ισότητα ισότητες

ισότητα (isótita) \i.ˈsɔ.ti.ta\ féminin

  1. Égalité.