καθαρίστρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de καθαρίζω, katharízo (« nettoyer »), avec le suffixe -τρια, -tria.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καθαρίστρια οι  καθαρίστριες
Génitif της  καθαρίστριας των  καθαριστριών
Accusatif τη(ν)  καθαρίστρια τις  καθαρίστριες
Vocatif καθαρίστρια καθαρίστριες

καθαρίστρια, katharistria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : καθαριστής)

  1. Femme de ménage.