καταναλωτισμός
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de καταναλωτής, avec le suffixe -ισμός.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | καταναλωτισμός | οι | καταναλωτισμοί |
Génitif | του | καταναλωτισμού | των | καταναλωτισμών |
Accusatif | τον | καταναλωτισμό | τους | καταναλωτισμούς |
Vocatif | καταναλωτισμέ | καταναλωτισμοί |
καταναλωτισμός (katanalotizmós) \ka.ta.na.lɔ.ti.ˈzmɔs\ masculin
- Consumérisme.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)