κεφαλαιοποίηση

Étymologie

modifier
Dérivé de κεφαλαιοποιώ, kefaleopio (« capitaliser »), avec le suffixe -ση, -si ; voir κεφάλαιο (« capital »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κεφαλαιοποίηση οι  κεφαλαιοποιήσεις
Génitif της  κεφαλαιοποίησης
κεφαλαιοποιήσεως
των  κεφαλαιοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κεφαλαιοποίηση τις  κεφαλαιοποιήσεις
Vocatif κεφαλαιοποίηση κεφαλαιοποιήσεις

κεφαλαιοποίηση, kefaleopíisi \Prononciation ?\ féminin

  1. (Finance) Capitalisation.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier