κεφαλαιοποίηση
Étymologie
modifier- Dérivé de κεφαλαιοποιώ, kefaleopio (« capitaliser »), avec le suffixe -ση, -si ; voir κεφάλαιο (« capital »).
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κεφαλαιοποίηση | οι | κεφαλαιοποιήσεις |
Génitif | της | κεφαλαιοποίησης κεφαλαιοποιήσεως |
των | κεφαλαιοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κεφαλαιοποίηση | τις | κεφαλαιοποιήσεις |
Vocatif | κεφαλαιοποίηση | κεφαλαιοποιήσεις |
κεφαλαιοποίηση, kefaleopíisi \Prononciation ?\ féminin
- (Finance) Capitalisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques
modifier- ανακεφαλαιοποίηση (« recapitalisation »)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κεφαλαιοποίηση)