κινητοποίηση
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du verbe κινητοποιώ.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κινητοποίηση | οι | κινητοποιήσεις |
Génitif | της | κινητοποίησης κινητοποιήσεως |
των | κινητοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κινητοποίηση | τις | κινητοποιήσεις |
Vocatif | κινητοποίηση | κινητοποιήσεις |
κινητοποίηση (kinitopíisi) \ci.ni.tɔ.'pi.i.si\ féminin