κρύσταλλος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De κρύος (« froid ») → voir crusta en latin.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif κρύσταλλος οἱ κρύσταλλοι τὼ κρυστάλλω
Vocatif κρύσταλλε κρύσταλλοι κρυστάλλω
Accusatif τὸν κρύσταλλον τοὺς κρυστάλλους τὼ κρυστάλλω
Génitif τοῦ κρυστάλλου τῶν κρυστάλλων τοῖν κρυστάλλοιν
Datif τῷ κρυστάλλ τοῖς κρυστάλλοις τοῖν κρυστάλλοιν

κρύσταλλος, krústallos *\ˈkry.sta.lːos\ masculin

  1. Glace, eau congelée.
  2. Cristal, verre transparent.

Dérivés modifier

Références modifier