κυβερνησιμότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de κυβερνήσιμος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κυβερνησιμότητα οι  κυβερνησιμότητες
Génitif της  κυβερνησιμότητας των  κυβερνησιμοτήτων
Accusatif τη(ν)  κυβερνησιμότητα τις  κυβερνησιμότητες
Vocatif κυβερνησιμότητα κυβερνησιμότητες

κυβερνησιμότητα (kivernisimótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. (Néologisme) Facilité à être gouverner, caractère de ce qui est gouvernable, gouvernabilité.