κωδικοποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de κωδικοποιώ, kodikopoió (« codifier »), avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κωδικοποίηση οι  κωδικοποιήσεις
Génitif της  κωδικοποίησης
κωδικοποιήσεως
των  κωδικοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κωδικοποίηση τις  κωδικοποιήσεις
Vocatif κωδικοποίηση κωδικοποιήσεις

κωδικοποίηση (kodhikopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Codification.
  2. (Informatique) Encodage.