μαγνητικός
Étymologie
modifierAdjectif
modifierμαγνητικός (magnitikós) \Prononciation ?\
- Magnétique.
- μαγνητικό πεδίο, champ magnétique.
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μαγνητικός)
μαγνητικός (magnitikós) \Prononciation ?\