μαστίγωση
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien μαστίγωσις, mastígôsis.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μαστίγωση | οι | μαστιγώσεις |
Génitif | της | μαστίγωσης μαστιγώσεως |
των | μαστιγώσεων |
Accusatif | τη(ν) | μαστίγωση | τις | μαστιγώσεις |
Vocatif | μαστίγωση | μαστιγώσεις |
μαστίγωση (mastígosi) \ma.ˈsti.ɣɔ.si\ féminin
- Coup de fouet, action de fouetter.
- Καταδικάστηκε σε 150 μαστιγώσεις.
- Il a été condamné à 150 coups de fouet.
- Καταδικάστηκε σε 150 μαστιγώσεις.