μονόκωλος
Étymologie
modifierAdjectif
modifierμονόκωλος, monókôlos *\Prononciation ?\
- Unijambiste, à un membre.
- Ἡ δ’ (ἄπιος ἡ) φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν οὐ πρὸς εὐκαρπίαν· ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς, εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται. — (Théophraste, Περί φυτών αιτιών, 93, 14)
- …unijambiste et chétif…
- Ἡ δ’ (ἄπιος ἡ) φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν οὐ πρὸς εὐκαρπίαν· ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς, εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται. — (Théophraste, Περί φυτών αιτιών, 93, 14)
- (Architecture) À un étage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Unilatéral.
Apparentés étymologiques
modifier- ἄκωλος (« sans membre, amputé »)
Dérivés dans d’autres langues
modifier- Latin : monocolus
Références
modifier- « μονόκωλος », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage