μπαγιονέτα

Étymologie

modifier
Du français baïonnette.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μπαγιονέτα οι  μπαγιονέτες
Génitif της  μπαγιονέτας των  μπαγιονετών
Accusatif τη(ν)  μπαγιονέτα τις  μπαγιονέτες
Vocatif μπαγιονέτα μπαγιονέτες

μπαγιονέτα, bayonéta \Prononciation ?\ féminin

  1. (Armement) Baïonnette.

Synonymes

modifier