οπωροπώλης

Étymologie

modifier
Composé de οπώρα (« fruit ») et du grec ancien πώλης, pôlês (« vendeur »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  οπωροπώλης οι  οπωροπώλες
Génitif του  οπωροπώλη των  οπωροπωλών
Accusatif τον  οπωροπώλη τους  οπωροπώλες
Vocatif οπωροπώλη οπωροπώλες

οπωροπώλης, oporopólis \ɔ.pɔ.ɾɔ.ˈpɔ.lis\ masculin

  1. Marchand de fruits et légumes.

Synonymes

modifier

Dérivés

modifier