παραπληροφόρηση
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | παραπληροφόρηση | οι | παραπληροφορήσεις |
Génitif | της | παραπληροφόρησης παραπληροφορήσεως |
των | παραπληροφορήσεων |
Accusatif | τη(ν) | παραπληροφόρηση | τις | παραπληροφορήσεις |
Vocatif | παραπληροφόρηση | παραπληροφορήσεις |
παραπληροφόρηση (paraplirofórisi) \pa.ɾa.pli.ɾɔ.ˈfɔ.ɾi.si\ féminin