παστερίωση

Étymologie

modifier
Mot dérivé de παστεριώνω, pasterióno, avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  παστερίωση οι  παστεριώσεις
Génitif της  παστερίωσης
παστεριώσεως
των  παστεριώσεων
Accusatif τη(ν)  παστερίωση τις  παστεριώσεις
Vocatif παστερίωση παστεριώσεις

παστερίωση, pasteríosi \Prononciation ?\ féminin

  1. Pasteurisation.

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παστερίωση)