προσωποποίηση
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | προσωποποίηση | οι | προσωποποιήσεις |
Génitif | της | προσωποποίησης προσωποποιήσεως |
των | προσωποποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | προσωποποίηση | τις | προσωποποιήσεις |
Vocatif | προσωποποίηση | προσωποποιήσεις |
προσωποποίηση, prosopopíisi \Prononciation ?\ féminin
- Personnification.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προσωποποίηση)