πρωινιάτικα
Grec modifier
Étymologie modifier
- De πρωινός (« matinal »).
Adverbe modifier
πρωινιάτικα \Prononciation ?\
- Tôt le matin, matinalement.
- Ήρθε και με βρήκε πρωινιάτικα μες στο κρεβάτι μου!
- Il est venu me trouver, tôt le matin, dans mon lit !
- Ήρθε και με βρήκε πρωινιάτικα μες στο κρεβάτι μου!