σταλαγμίτης

Grec modifier

Étymologie modifier

Du français stalagmite.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  σταλαγμίτης οι  σταλαγμίτες
Génitif του  σταλαγμίτη των  σταλαγμιτών
Accusatif τον  σταλαγμίτη τους  σταλαγμίτες
Vocatif σταλαγμίτη σταλαγμίτες

σταλαγμίτης, stalagmítis \Prononciation ?\ masculin

  1. (Géologie) Stalagmite.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σταλαγμίτης)