συνιδιοκτήτης
Étymologie
modifier- Mot dérivé de ιδιοκτήτης, idioktítis (« propriétaire »), avec le préfixe συν-, syn- (« co-, syn- »).
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | συνιδιοκτήτης | οι | συνιδιοκτήτες |
Génitif | του | συνιδιοκτήτη | των | συνιδιοκτητών |
Accusatif | τον | συνιδιοκτήτη | τους | συνιδιοκτήτες |
Vocatif | συνιδιοκτήτη | συνιδιοκτήτες |
συνιδιοκτήτης, sinidioktítis \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : συνιδιοκτήτρια)
- Copropriétaire.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συνιδιοκτήτης)