συντηρητισμός

Grec modifier

Étymologie modifier

De συντηρητικός (« conservateur ») et -ισμός, par substitution de suffixe.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  συντηρητισμός οι  συντηρητισμοί
Génitif του  συντηρητισμού των  συντηρητισμών
Accusatif τον  συντηρητισμό τους  συντηρητισμούς
Vocatif συντηρητισμέ συντηρητισμοί

συντηρητισμός, sindiritismós \Prononciation ?\ masculin

  1. (Politique) Conservatisme.