τιτλοποίηση
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | τιτλοποίηση | οι | τιτλοποιήσεις |
Génitif | της | τιτλοποίησης τιτλοποιήσεως |
των | τιτλοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | τιτλοποίηση | τις | τιτλοποιήσεις |
Vocatif | τιτλοποίηση | τιτλοποιήσεις |
τιτλοποίηση (titlopíisi) \Prononciation ?\ féminin
- (Finance) Titrisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)