τιτλοποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de τίτλος, avec le suffixe -ποιώ.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  τιτλοποίηση οι  τιτλοποιήσεις
Génitif της  τιτλοποίησης
τιτλοποιήσεως
των  τιτλοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  τιτλοποίηση τις  τιτλοποιήσεις
Vocatif τιτλοποίηση τιτλοποιήσεις

τιτλοποίηση (titlopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. (Finance) Titrisation.