υπερπληθωρισμός

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de υπέρ, ypér et de πληθωρισμός, plithorismós.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  υπερπληθωρισμός οι  υπερπληθωρισμοί
Génitif του  υπερπληθωρισμού των  υπερπληθωρισμών
Accusatif τον  υπερπληθωρισμό τους  υπερπληθωρισμούς
Vocatif υπερπληθωρισμέ υπερπληθωρισμοί

υπερπληθωρισμός, iperplithorismós \Prononciation ?\ masculin

  1. (Économie) Hyperinflation.