ψυχοθεραπεύτρια
Étymologie
modifier- Féminin de ψυχοθεραπευτής.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ψυχοθεραπεύτρια | οι | ψυχοθεραπεύτριες |
Génitif | της | ψυχοθεραπεύτριας | των | ψυχοθεραπευτριών |
Accusatif | τη(ν) | ψυχοθεραπεύτρια | τις | ψυχοθεραπεύτριες |
Vocatif | ψυχοθεραπεύτρια | ψυχοθεραπεύτριες |
ψυχοθεραπεύτρια psikhotherapéftria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : ψυχοθεραπευτής)
- Psychothérapeute.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ψυχοθεραπεύτρια)