ψυχοθεραπεύτρια

Étymologie

modifier
Féminin de ψυχοθεραπευτής.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ψυχοθεραπεύτρια οι  ψυχοθεραπεύτριες
Génitif της  ψυχοθεραπεύτριας των  ψυχοθεραπευτριών
Accusatif τη(ν)  ψυχοθεραπεύτρια τις  ψυχοθεραπεύτριες
Vocatif ψυχοθεραπεύτρια ψυχοθεραπεύτριες

ψυχοθεραπεύτρια psikhotherapéftria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : ψυχοθεραπευτής)

  1. Psychothérapeute.

Références

modifier