Voir aussi : εραστής

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Dérivé de ἐράω, eráō (« aimer », « désirer »), avec le suffixe -στης, -stēs.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἐραστής οἱ ἐρασταί τὼ ἐραστά
Vocatif ἐραστά ἐρασταί ἐραστά
Accusatif τὸν ἐραστήν τοὺς ἐραστάς τὼ ἐραστά
Génitif τοῦ ἐραστοῦ τῶν ἐραστῶν τοῖν ἐρασταῖν
Datif τῷ ἐραστ τοῖς ἐρασταῖς τοῖν ἐρασταῖν

ἐραστής, erastḗs *\e.ras.tɛ̌ːs\ masculin (pour une femme, on dit : ἐράστρια)

  1. Amant.
    • Ἴδιον δ’ αὐτοῖς τὸ περὶ τοὺς ἔρωτας νόμιμον· οὐ γὰρ πειθοῖ κατεργάζονται τοὺς ἐρωμένους ἀλλ’ ἁρπαγῇ· προλέγει τοῖς φίλοις πρὸ τριῶν ἢ πλειόνων ἡμερῶν ὁ ἐραστὴς ὅτι μέλλει τὴν ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι· — (Strabon, Géographie, 4, X, 21[1], en parlant des Crétois)

Antonymes modifier

Dérivés modifier

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier