Grec modifier

Étymologie modifier

→ voir εξορίζω.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εξορία οι  εξορίες
Génitif της  εξορίας των  εξοριών
Accusatif τη(ν)  εξορία τις  εξορίες
Vocatif εξορία εξορίες

εξορία (exoría) \ɛ.ksɔ.ˈɾi.a\ féminin

  1. Exil.