χρηματοδότηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de χρηματοδοτώ, khrimatodotó, avec le suffixe -ση, -si.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  χρηματοδότηση οι  χρηματοδοτήσεις
Génitif της  χρηματοδότησης
χρηματοδοτήσεως
των  χρηματοδοτήσεων
Accusatif τη(ν)  χρηματοδότηση τις  χρηματοδοτήσεις
Vocatif χρηματοδότηση χρηματοδοτήσεις

χρηματοδότηση, khrimatodótisi \xɾi.ma.tɔ.ˈðɔ.ti.si\ féminin

  1. (Finance) Financement.