αγγαρεία
Étymologie
modifier- Du grec ancien ἀγγαρεία, aggareía.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αγγαρεία | οι | αγγαρείες |
Génitif | της | αγγαρείας | των | αγγαρειών |
Accusatif | τη(ν) | αγγαρεία | τις | αγγαρείες |
Vocatif | αγγαρεία | αγγαρείες |
αγγαρεία (angaría) \aŋ.ɡa.ˈɾi.a\ féminin
- Corvée, travail forcé.
Στολή αγγαρείας.
- Tenue de corvée.
- Devoir, tâche.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Ouvrage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Synonymes
modifierApparentés étymologiques
modifierRéférences
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αγγαρεία)