Voir aussi : ἀνάγκη

Étymologie

modifier
Du grec ancien ἀνάγκη, anánkē.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανάγκη οι  ανάγκες
Génitif της  ανάγκης των  αναγκών
Accusatif τη(ν)  ανάγκη τις  ανάγκες
Vocatif ανάγκη ανάγκες

ανάγκη, anángi \aˈnaŋ.ɟi\ féminin

  1. Besoin.