αποτέλεσμα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ἀποτέλεσμα, apotelesma (« accomplissement, résultat »).
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αποτέλεσμα | τα | αποτελέσματα |
Génitif | του | αποτελέσματος | των | αποτελεσμάτων |
Accusatif | το | αποτέλεσμα | τα | αποτελέσματα |
Vocatif | αποτέλεσμα | αποτελέσματα |
αποτέλεσμα (apotélezma) \a.pɔ.ˈtɛ.lɛ.zma\ neutre
- Résultat, effet.
Ελπίζω το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής να δικαιώσει τον κόπο μου.
- J’espère que le résultat de ce travail va justifier mon effort.
Dérivés modifier
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αποτέλεσμα)