Étymologie

modifier
Du grec ancien ἀρχαϊσμός, arkhaïsmós.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αρχαϊσμός οι  αρχαϊσμοί
Génitif του  αρχαϊσμού των  αρχαϊσμών
Accusatif τον  αρχαϊσμό τους  αρχαϊσμούς
Vocatif αρχαϊσμέ αρχαϊσμοί

αρχαϊσμός (archaïsmós) \aɾ.xa.izˈmos\ masculin

  1. Archaïsme.

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αρχαϊσμός)