αυστηροποίηση
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αυστηροποίηση | οι | αυστηροποιήσεις |
Génitif | της | αυστηροποίησης αυστηροποιήσεως |
των | αυστηροποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | αυστηροποίηση | τις | αυστηροποιήσεις |
Vocatif | αυστηροποίηση | αυστηροποιήσεις |
αυστηροποίηση, afstiropíisi \Prononciation ?\ féminin
- Durcissement, action de rendre plus strict, plus sévère.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)