αυστηροποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Voir αυστηρός et ποίηση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αυστηροποίηση οι  αυστηροποιήσεις
Génitif της  αυστηροποίησης
αυστηροποιήσεως
των  αυστηροποιήσεων
Accusatif τη(ν)  αυστηροποίηση τις  αυστηροποιήσεις
Vocatif αυστηροποίηση αυστηροποιήσεις

αυστηροποίηση, afstiropíisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Durcissement, action de rendre plus strict, plus sévère.