βιωσιμότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de βιώσιμος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βιωσιμότητα οι  βιωσιμότητες
Génitif της  βιωσιμότητας των  βιωσιμοτήτων
Accusatif τη(ν)  βιωσιμότητα τις  βιωσιμότητες
Vocatif βιωσιμότητα βιωσιμότητες

βιωσιμότητα (viosimótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Capacité à survivre, viabilité.