δημοσιογράφος

Étymologie

modifier
Composé de δημόσιος, dimósios (« public ») et de γράφω, grafo (« écrire »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  δημοσιογράφος οι  δημοσιογράφοι
Génitif του  δημοσιογράφου των  δημοσιογράφων
Accusatif τον  δημοσιογράφο τους  δημοσιογράφους
Vocatif δημοσιογράφε δημοσιογράφοι

δημοσιογράφος, dimosiográfos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques

  1. Journaliste.

Dérivés

modifier