δικτατορία

Grec modifier

Étymologie modifier

De δικτάτορας.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δικτατορία οι  δικτατορίες
Génitif της  δικτατορίας των  δικτατοριών
Accusatif τη(ν)  δικτατορία τις  δικτατορίες
Vocatif δικτατορία δικτατορίες

δικτατορία, dhiktatoría \Prononciation ?\ féminin

  1. (Politique) Dictature.