εκμετάλλευση
Étymologie
modifier- De εκμεταλλεύομαι (« exploiter »), voir ἐκμεταλλεύω (« extraire le métal »).
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εκμετάλλευση | οι | εκμεταλλεύσεις |
Génitif | της | εκμετάλλευσης εκμεταλλεύσεως |
των | εκμεταλλεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | εκμετάλλευση | τις | εκμεταλλεύσεις |
Vocatif | εκμετάλλευση | εκμεταλλεύσεις |
εκμετάλλευση (ekmetálefsi) \Prononciation ?\ féminin
- Exploitation, action de tirer du profit de quelque chose.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)