εκμετάλλευση

Étymologie

modifier
De εκμεταλλεύομαι (« exploiter »), voir ἐκμεταλλεύω (« extraire le métal »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εκμετάλλευση οι  εκμεταλλεύσεις
Génitif της  εκμετάλλευσης
εκμεταλλεύσεως
των  εκμεταλλεύσεων
Accusatif τη(ν)  εκμετάλλευση τις  εκμεταλλεύσεις
Vocatif εκμετάλλευση εκμεταλλεύσεις

εκμετάλλευση (ekmetálefsi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Exploitation, action de tirer du profit de quelque chose.