εμπορευματοκιβώτιο

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot composé de εμπόρευμα, emporevma (« marchandise ») et de κιβώτιο, kivótio (« caisse »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  εμπορευματοκιβώτιο τα  εμπορευματοκιβώτια
Génitif του  εμπορευματοκιβωτίου των  εμπορευματοκιβωτίων
Accusatif το  εμπορευματοκιβώτιο τα  εμπορευματοκιβώτια
Vocatif εμπορευματοκιβώτιο εμπορευματοκιβώτια

εμπορευματοκιβώτιο, emporevmatokivótio \Prononciation ?\ neutre

  1. Conteneur, caisse métallique destinée au transport de marchandises.

Synonymes modifier

Références modifier