εμπορευματοκιβώτιο
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | εμπορευματοκιβώτιο | τα | εμπορευματοκιβώτια |
Génitif | του | εμπορευματοκιβωτίου | των | εμπορευματοκιβωτίων |
Accusatif | το | εμπορευματοκιβώτιο | τα | εμπορευματοκιβώτια |
Vocatif | εμπορευματοκιβώτιο | εμπορευματοκιβώτια |
εμπορευματοκιβώτιο, emporevmatokivótio \Prononciation ?\ neutre
- Conteneur, caisse métallique destinée au transport de marchandises.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Synonymes modifier
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εμπορευματοκιβώτιο)