επικινδυνότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de επικίνδυνος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επικινδυνότητα οι  επικινδυνότητες
Génitif της  επικινδυνότητας των  επικινδυνοτήτων
Accusatif τη(ν)  επικινδυνότητα τις  επικινδυνότητες
Vocatif επικινδυνότητα επικινδυνότητες

επικινδυνότητα (epikindhinótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Caractère dangereux, dangerosité.