επικινδυνότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de επικίνδυνος, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επικινδυνότητα | οι | επικινδυνότητες |
Génitif | της | επικινδυνότητας | των | επικινδυνοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | επικινδυνότητα | τις | επικινδυνότητες |
Vocatif | επικινδυνότητα | επικινδυνότητες |
επικινδυνότητα (epikindhinótita) \Prononciation ?\ féminin
- Caractère dangereux, dangerosité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)