ηλιοφάνεια

Étymologie

modifier
Mot composé de ήλιος, ílios (« soleil ») et de φαίνομαι, fenomai au sens étymologique de « briller ».

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ηλιοφάνεια οι  ηλιοφάνειες
Génitif της  ηλιοφάνειας των  ηλιοφανειών
Accusatif τη(ν)  ηλιοφάνεια τις  ηλιοφάνειες
Vocatif ηλιοφάνεια ηλιοφάνειες

ηλιοφάνεια, iliofánia \Prononciation ?\ féminin

  1. Temps ensoleillé.
  2. Ensoleillement.