Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de θερμός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  θερμότητα οι  θερμότητες
Génitif της  θερμότητας των  θερμοτήτων
Accusatif τη(ν)  θερμότητα τις  θερμότητες
Vocatif θερμότητα θερμότητες

θερμότητα (thermótita) \θɛɾ.ˈmɔ.ti.ta\ féminin

  1. Chaleur.